πραιτωρικός

πραιτωρικός
και πραιτορικός και πραιτωριακός και πραιτοριακός, -ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πραίτωρα
2. φρ. «πραιτωρικό [ή πραιτορικό] δίκαιο»
ρωμ. δίκ. το δίκαιο που αναπτύχθηκε από τις εκάστοτε αποφάσεις και τα διατάγματα τών πραιτώρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. praetoricius < praetor (βλ. λ. πραίτωρ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”